- μεσοθερμικός
- -ή, -όαυτός που έχει θερμοκρασία ενδιάμεση, δηλαδή η οποία κυμαίνεται ανάμεσα σε ορισμένα χαμηλά και υψηλά όρια (α. «μεσοθερμική πηγή» — πηγή τής οποίας τα αναβλύζοντα ύδατα έχουν θερμοκρασία που κυμαίνεται από τους 25° ώς τους 42° Κελσίουβ. «μεσοθερμικό κλίμα» — εύκρατο κλίμα που χαρακτηρίζεται από μέτριες τιμές θερμοκρασίας και ύψους βροχοπτώσεων).
Dictionary of Greek. 2013.