μεσοθερμικός

μεσοθερμικός
-ή, -ό
αυτός που έχει θερμοκρασία ενδιάμεση, δηλαδή η οποία κυμαίνεται ανάμεσα σε ορισμένα χαμηλά και υψηλά όρια (α. «μεσοθερμική πηγή» — πηγή τής οποίας τα αναβλύζοντα ύδατα έχουν θερμοκρασία που κυμαίνεται από τους 25° ώς τους 42° Κελσίου
β. «μεσοθερμικό κλίμα» — εύκρατο κλίμα που χαρακτηρίζεται από μέτριες τιμές θερμοκρασίας και ύψους βροχοπτώσεων).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”